Η ξενιτιά είναι σκληρή σε όλα τα αλφάβητα

Η ιστορία  μας ακολουθεί τη ζωή δύο νέων ανθρώπων.
Αυτοί οι δύο  άνθρωποι δεν συναντήθηκαν ποτέ.  Έζησαν με διαφορά εκατό περίπου χρόνων.

Ο ένας, είναι ο Γιάννης Μασουρίδης από την Καλαμάτα.  Είμαστε στα 1909 και η ζωή έχει στείλει τον Γιάννη μετανάστη σε μια μικρή πόλη των 20.000 κατοίκων στη Νεμπράσκα των ΗΠΑ, στην Σάουθ Ομάχα. 
Ο Γιάννης  από την Καλαμάτα ήταν ένας από  τους 2.000 «filthy Greeks» (βρωμιάρηδες Έλληνες) της πόλης.  Τους έλεγαν «βρωμοράτσα» γιατί έκαναν τις πιο βαριές δουλειές  και συχνά ζούσαν σε ρυπαρά δωμάτια-τρώγλες.
Όλα άρχισαν  με μια καταγγελία σε βάρος του  Γιάννη για ερωτικές σχέσεις με ανήλικη.  Ο αστυνομικός Εντ Λόουρι έσπευσε να συλλάβει τον μετανάστη.   Ο Γιάννης Μασουρίδης τράβηξε όπλο. Ο Λόουρι σκοτώθηκε και ο Μασουρίδης τραυματίστηκε.  Την επόμενη μέρα οι μεγαλύτερες εφημερίδες της περιοχής (World Herald και Daily News), δημοσίευσαν διακήρυξη του τοπικού πολιτικού παράγοντα Τζόζεφ Μέρφι.  Ο Μέρφι καλούσε σε επιχείρηση εκδίωξης από την πόλη όλων των «βρωμερών Ελλήνων».  «Αυτών που ορμούν στις γυναίκες μας, χτυπούν περαστικούς, διατηρούν χαρτοπαικτικές λέσχες».
Η ανθρωποκτονία  ήταν η αφορμή για τη «συλλογική τιμωρία» με πολιτική προτροπή.  Από τους 2.000 Έλληνες πριν το πογκρόμ έμειναν μόνο 59 στην πόλη. 
Τον Ιούνιο του 1910 δόθηκε και δεύτερη απάντηση.  Δύο αξιωματικοί της αστυνομίας πυροβολούν και σκοτώνουν ένα  νεαρό Έλληνα εργάτη, τον Νικόλα Τζιμίκα, ακριβώς στον τόπο του θανάσιμου τραυματισμού του Λόουρι.  Φόνος εκ προμελέτης, σε συμβολικό εύγλωττο σημείο, με προφανές «μήνυμα».  Αφού ο Μασουρίδης δεν εκτελέστηκε (καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών, τελικά εξέτισε τα 5,5), κάποιο άλλο «μίασμα» έπρεπε να πεθάνει.
Οι αρχές  του 20ου αιώνα βρίσκουν τους ανθρώπους της χώρας του Γιαγκούλα και των Ρετζαίων, της χώρας των απανωτών πολέμων (1897, 1912-13, 1919-22) να ψάχνουν μια λαθραία ζωή στις ΗΠΑ και την Αυστραλία.  Ο Αυστραλός υφυπουργός προεδρίας του Κουίνσλαντ, το 1925, λέει για τους Έλληνες:  «Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους. […] Κοινωνικά και οικονομικά αυτός ο τύπος του μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα, θα ήταν προς όφελος της πορείας, αν η είσοδος τους απαγορευόταν ολοσχερώς».
Ακόμα και στο δεύτερο κύμα μετανάστευσης, μετά το 2ο ΠΠ, την περίοδο 1950-1974, 50.000 (επίσημος αριθμός) Έλληνες «λαθρομετανάστες» αναζήτησαν τη τύχη τους  στις ΗΠΑ και τη Αυστραλία, σύμφωνα με το βιβλίο «Η σύγχρονη ελληνική μετανάστευση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας» του Μιχάλη Τσάκαλου.
Ακόμα και οι μετανάστες που κατευθύνθηκαν στη Γερμανία, έχουν να διηγηθούν ιστορίες υπεροπτικής και ρατσιστικής αντιμετώπισης.
H δημοκρατική και πολιτισμένη Γαλλία, μόλις το 1960 και μετά την υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της γαλλικής εταιρείας ΠΕΣΙΝΕ φιλοτιμήθηκε να απαλείψει από γαλλικό λεξικό ρατσιστικές ερμηνείες του όρου «Έλληνας», όπως «Παλιάνθρωπος», «Απατεώνας», «Λωποδύτης».

Βίοι παράλληλοι

Όσο οι ελληνικές επιχειρήσεις κατακτούσαν τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, όσο ο ελληνικός στρατός είχε παρουσία στο Κόσοβο, στη Σομαλία και το Αφγανιστάν, τόσο οι πλατείες στις πόλεις και τα χωριά γέμιζαν μετανάστες εργάτες από τις παραπάνω περιοχές. 
Έτσι και ο Ιμπραήμ από  τη Ανατολή, ακολούθησε την ίδια πορεία με τον Γιάννη από την Καλαμάτα, εκατό χρόνια μετά.  Ακολουθώντας τους παλιούς δρόμους του μεταξιού και του πόνου, ξεκίνησε από το χωριό του για να φτάσει στη Δύση.  Στο Λονδίνο ήθελε να πάει.  Με όλα τα μέσα έφτασε μέχρι τη Μυτιλήνη και από εκεί στην Αθήνα.  Ένα παγκάκι στην Κουμουνδούρου, ένα στρώμα σε μια τρώγλη στη Σωκράτους και τελικά ένα παράπηγμα από νάιλον στο λιμάνι της Πάτρας.
Έριξε μπετά μαζί με τον Έντουαρτ από τη Σενεγάλη στα σχέδια του Καλατράβα.
Μάζευε σίδερα και χαρτιά με το καροτσάκι του Σούπερ Μάρκετ.
Κουβάλησε ναρκωτικά και φύλαγε πόρνες στη πλατεία Βάθης.
Δούλεψε στην αποθήκη του Κινέζου  Τζιν Λι στον Βοτανικό.
Έβοσκε πρόβατα στην Κρήτη και  μάζευε φρούτα στην Πελοπόννησο.
Από τη Ελλάδα γνώριζε απ’ έξω  και ανακατωτά την Ομόνοια (και  το αστυνομικό της τμήμα), την Αμυγδαλέζα και την Πέτρου Ράλλη.  
Τους ναζί, καραφλούς με μαύρες μπλούζες, τους αστυνομικούς με τα παπάκια.  Κάποτε τον κυνήγησαν όλοι μαζί. Έπεσε κάτω και άρπαξε πολλές κλωτσιές και από τους δύο.
Με τα χρόνια η ζωή έγινε ακόμα  πιο δύσκολή στην Αθήνα.  Για το όνειρο του για το Λονδίνο, ούτε λόγος πια.
Ήρθε η οικονομική κρίση και  πολλοί πατριώτες του έφυγαν πίσω για το χωριό, για τη πατρίδα.
Είχε καταφέρει να ανοίξει ένα  κουρείο κάπου στη Μελετίου.
Το διπλανό μαγαζί με γυναικεία  που το είχε μια ξανθιά χοντρούλα από τα Γιάννενα, έκλεισε. Ήταν ακριβό το νοίκι και δεν έβγαινε.  Ακόμα έτσι άδειο είναι. 
Ο κυρ Στέφανος απέναντι με το τυροπιτάδικο, πήρε σύνταξη  και πήγε στο χωριό.  Είναι ακριβή τώρα πια η ζωή στη Κυψέλη.  Τώρα το δουλεύει ένα νεαρό ζευγάρι από την Αλβανία.
Στην αρχή κάποιοι κορόιδευαν τους Έλληνες πελάτες που έμπαιναν στο κουρείο.  Μετά άρχισαν και να τους απειλούν.  Ξέκοψαν.  Οι πατριώτες τον άφησαν κι αυτοί.  Άλλοι έφυγαν και άλλοι δεν κυκλοφορούν πολύ τώρα πια.
Ένα απόγευμα του έσπασαν τη τζαμαρία.  Κάτι πιτσιρίκια με μαύρες μπλούζες, φασίστες.  Ήρθε και η αστυνομία.  Τον συνέλαβαν και τον πήγαν στο τμήμα.    

Το 1918 στο Τορόντο  του Καναδά, μια μικρή παροικία Ελλήνων μεταναστών που φτάνει το 0,5% του πληθυσμού της πόλης, κατέχει το 35% των καφενείων και εστιατορίων της.  Στην πόλη μόλις έχουν επιστρέψει Καναδοί στρατιώτες από τα μέτωπα του 1ου ΠΠ στην Ευρώπη.  Οι περισσότεροι είναι σακατεμένοι και πάμφτωχοι.  Αρχές του Αυγούστου του 1918, για τρία μερόνυχτα ένα έξαλλο πλήθος Καναδών βιαιοπραγεί εναντίον των Ελλήνων μεταναστών.  Τραυματίστηκαν σοβαρά ακόμα και γυναίκες και παιδιά.  Πολλά ελληνικά καταστήματα καταστράφηκαν.  Σε σημερινές τιμές οι ζημιές ανήλθαν σε 1,25 εκατομμύρια δολάρια.
Το 20% του έξαλλου και βίαιου πλήθους των Καναδών ήταν στρατιώτες βετεράνοι του 1ου ΠΠ.  620.000 Καναδοί πολέμησαν στην Ευρώπη, 67.000 σκοτώθηκαν και 173.000 τραυματίστηκαν.  Όταν γύρισαν στην πατρίδα τους οι Έλληνες μετανάστες όχι μόνο δεν είχαν πολεμήσει, αλλά είχαν πλουτίσει κιόλας, μέσα στο Τορόντο τη στιγμή που αυτοί πεινούσαν και ήταν σακάτηδες.
Ο πιο εύκολος στόχος ήταν οι «slackers» Έλληνες.  Οι στρατιώτες και οι οικογένειές τους πάτησαν πάνω στην προϋπάρχουσα εχθρότητα για τους «οκνηρούς» Έλληνες και έβγαλαν όλο τον πόνο και την αγωνία τους πάνω στα κορμιά και την περιουσία των μεταναστών.
Αν το πογκρόμ του Τορόντο  το έθρεψε η απέχθεια για τους «βολεμένους slackers» τα προγενέστερα πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων στις ΗΠΑ είχαν το χαρακτηριστικό της «βδελυγμίας» απέναντι σ’ ένα εκ διαμέτρου αντίθετο τύπο μετανάστη.
Ήταν οι «βρωμιάρηδες Έλληνες» (filthy Greeks), η «βρωμοράτσα».  Ο μέσος αμερικάνος και ο αμερικανικός τύπος καταλόγιζε «φυλετική κατωτερότητα», εντονότατη ροπή προς την εγκληματικότητα, πάθος για τον τζόγο και θορυβώδεις και ενοχλητικές συνήθειες.  Μια επιγραφή σ’ ένα εστιατόριο της Καλιφόρνιας το 1913 γράφει:  «Το εστιατόριο του Τζον, αμιγώς αμερικανικό.  Όχι ποντίκια, όχι Έλληνες».
Την τετραετία 1906-1909 έγιναν περίπου 10 πογκρόμ εναντίον των «filthy Greeks».
Εγκληματίες, απεργοσπάστες και  φθηνά εργατικά χέρια, μη λευκοί.  
«Δουλεύουν για ψίχουλα, ζουν σε τρώγλες πολλοί μαζί, αδιαφορούν για τον αμερικάνικο τρόπο ζωής».  Αυτά έγραφε το 1909 η Omaha bee (μεγάλη τοπική εφημερίδα). 
Ο ελληνοαμερικάνος καθηγητής Τζον Μπίτζες, συντάκτης μιας έρευνας  για το πογκρόμ στην Σάουθ Ομάχα  αναφέρει:  «Οι Έλληνες ήταν απεχθείς εξαιτίας της προθυμίας τους να εργάζονται με χαμηλότερα μεροκάματα, αλλά και να γίνονται απεργοσπάστες – μαζί με τους Ιάπωνες. (π.χ. το 1904, στη βιομηχανία συσκευασίας κρέατος).  Η εφημερίδα της ομογένειας στο Σικάγο «Ελληνικός Αστήρ» έγραφε:  «Δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που ομογενείς εργάζονται ως απεργοσπάστες.  Αυτό είναι πολύ κακό γιατί όχι μόνο μισητοί γινόμαστε μεταξύ των άλλων αλλά ενεργούμε εναντίον των ίδιων μας των πατριωτών και από την άλλη οι διάφορες Αμερικανικές εταιρείες μας μεταχειρίζονται ως όργανά τους, η δε ζωή μας διατρέχει πολύ μεγάλο κίνδυνο».
Ο ελληνοαμερικάνος καθηγητής από  το Ντιτρόιτ, Νταν Γεωργακάς αναφέρει ότι όταν άρχισαν να οργανώνονται οι εργάτες στους Μύλους της Ουάσιγκτον, οι  Έλληνες δεν έγιναν δεκτοί στο κανονικό συνδικάτο.  Αναγκάστηκαν να φτιάξουν ξεχωριστό μαζί με Τούρκους και Αλβανούς.  Η αιτία που αποκλείστηκαν από το κανονικό συνδικάτο ήταν ότι δεν τους θεωρούσαν λευκούς.  Βαλκάνιοι και Ιταλοί κατατάσσονταν στους «μη λευκούς».  Τους καταλόγιζαν χαμηλή πολιτιστική επάρκεια.  Οι ημίλευκοι Έλληνες στις περιοχές που δεν ζούσαν μαζί λευκοί και νέγροι, έκαναν παρέα με τους νέγρους.  Οι «μη λευκοί» είχαν την ίδια ανοχή από την αμερικανική κοινωνία, όση και οι «αράπηδες».  Τίτλος εφημερίδας της εποχής αναφέρει: «Λευκή γυναίκα εθεάθη με Έλληνα».  Δυσκολίες επίσης αντιμετώπιζαν και στην εύρεση γειτονιάς που να τους ανέχεται.
Ο δείκτης εγκληματικότητας των  Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ αναφέρεται σε μελέτη για την γενικότερη εγκληματικότητα στις ΗΠΑ κατά τα έτη 1915-29, σε 14 τόμους που γράφτηκαν το 1929-31 από την «Επιτροπή Ουίκερσαν» και θεωρείται αντικειμενική.  Στη μελέτη αυτή ο δείκτης εγκληματικότητας των Ελλήνων υπερβαίνει κατά πολύ τον αντίστοιχο δείκτη των ευρωπαίων μεταναστών, φέρνοντας τους Έλληνες δεύτερους μετά τους Μεξικάνους.  Κατά την περίοδο 1915-29, στο Σικάγο οι Έλληνες ήταν περίπου «ισόπαλοι» με τους Ιταλούς στα κακουργήματα.  Στα απλά παραπτώματα, οι Έλληνες υπερίσχυαν κατά κράτος.
Ανάλογα αποτελέσματα είχε και μεταγενέστερη  έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’40.  Το 1909 ο «Ελληνικός Αστήρ» στις 149 ειδήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος κατά το 1ο τρίμηνο του έτους, οι 78 αφορούσαν παραβατικότητα Ελλήνων μεταναστών.
Από τις 78 περιπτώσεις, ο ένας ήταν τσαντάκιας στη Φιλαδέλφεια, ο άλλος  μεθυσμένος επίδοξος βιαστής στο Κολοράντο, άλλοι δύο εξωθούσαν ανήλικους σε παράνομοι εργασία στο Κάνσας, άλλοι ήταν νταβατζήδες στο Μισσούρι κτλ.
Στις 5/3/1909 ο «Αστήρ» γράφει για  την περιοχή του Ντένβερ:  «Έκθεση  του τοπικού αστιάτρου αναφέρει ότι 800 Έλληνες ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες υγιεινής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.  Η αστυνομία βρήκε 25 Έλληνες να κοιμούνται σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο.  Αμέσως  τους έδιωξε και απολύμανε το χώρο για να προστατεύσει την υγεία των περιοίκων και της δημόσιας υγείας γενικότερα» .

Ο Ιμπραήμ στις αρχές του 21ου αιώνα στην Αθήνα δουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί, κλέβει, σκοτώνει, ζει σε βρωμερά δωμάτια στο κέντρο της πόλης.
«Παίρνει τις δουλειές μας και τις δουλειές των παιδιών μας, σκοτώνει τη μάνα μας, βιάζει την γυναίκα μας, βγάζει στο κλαρί την κόρη μας, ποτίζει ναρκωτικά των γιο μας. Τα παιδιά του δε θα γίνουν Έλληνες ποτέ.»
Και αν κάποια στιγμή υψώσει φωνή, η  Μανωλάδα μας έδειξε το δρόμο.  Μπαμ και κάτω…

Τι να περιμένεις όμως από μια κοινωνία που οι παππούδες της ήταν πρόσφυγες, οι πατεράδες της μετανάστες και η ίδια ρατσίστρια;
Μα είναι απλό.
Οι γιοι της να γίνουν μετανάστες και τα εγγόνια της πρόσφυγες…
Πέρασαν 100 χρόνια και είναι σαν  μην άλλαξε σχεδόν τίποτα, παρά μόνο τα ονόματα των ανθρώπων και τα τοπωνύμια.  Και τότε και σήμερα ο καπιταλισμός είναι σε κρίση.  Τότε μόλις είχε βγει από μια παρατεταμένη οικονομική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα και πήγαινε ολοταχώς προς τη μεγάλη κρίση του ’29 που οδήγησε την Ευρώπη στον φασισμό και όλο τον κόσμο στον πόλεμο.
Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας.  Ξεκίνησε χιλιάδες χρόνια πριν, με τις μεγάλες πληθυσμιακές κινήσεις.
Μπορούμε, όμως, εμείς να κάνουμε  τη διαφορά.
Να πούμε  όχι στον ρατσισμό.
Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν είναι  άνθρωποι δεύτερης διαλογής, όπως θεωρούσαν οι Αμερικάνοι τους παππούδες μας.
Είναι εργάτες, πατεράδες και μητέρες, παιδιά με όνειρα.
Τα ίδια όνειρα που είχε ο παππούς μας και  ο πατέρας μας, όταν έμπαινε στο  «Πατρίς», ο πρώτος, για Αμερική  και στο τρένο, ο δεύτερος, για  Γερμανία.

Θυμήσου την αναμονή της επιταγής από τα ξένα για να ζήσει η οικογένεια που έμεινε πίσω στην πατρίδα.

Θυμήσου τη χαρά σ’ όλη τη γειτονιά όταν ένας ξενιτεμένος γύριζε πίσω.

Θυμήσου όλους αυτούς που δε γύρισαν πίσω πότε.

Αγωνίσου να μην ξαναϋπάρξουν είλωτες, ούτε στη χώρα σου, ούτε πουθενά στον κόσμο.
Το αίμα και  οι φράουλες είναι πάντα κόκκινα.
Μην τα μολύνεις με μίσος και δηλητήριο.
Και τα δυο  σκοτώνουν.  

Χαχάμης Χαράλαμπος
Πηγή στοιχείων: http://aristeroblog.gr/node/979