«Έχε το νου σου στο παιδί»


Οι συνάδελφοι γράφουν…


Ανηφορίζω την Καποδιστρίου μεσημεράκι για το Εθνικό Τυπογραφείο. Κόσμος πάει κι έρχεται. Τα αυτοκίνητα βουίζουν σαν μέλισσες στ’ αυτιά μου και η μυρουδιά του καυσαερίου μου τρυπάει τη μύτη. Στο κέντρο όλα τρέχουν πιο γρήγορα. Οι ρυθμοί είναι τρελοί. Κι αν δουν κάποιο να περπατά αργά τον προσπερνούν περιφρονητικά. Δεξιά μου μια στοίβα από σκουπίδια, απομεινάρια συνδικαλιστικών αγώνων, κάνουν την ανάσα ακόμα πιο βαριά. Ακροβατείς στο πεζοδρόμιο για να περπατήσεις.

Το φανάρι ανάβει κόκκινο στη συμβολή Καποδιστρίου και Γ΄ Σεπτεμβρίου. Κοντοστέκομαι και περιμένω. Η ματιά μου σέρνεται νωθρά και εστιάζει σε κάτι που μου θυμίζει ανθρώπινη παρουσία. Ξεφυτρώνει ανάμεσα από τα σκουπίδια. Λες και είναι ένα κομμάτι απ’ αυτά! Δεν είναι παραπάνω από 18. Ψηλός, μελαχρινός, όμορφο παλικάρι. Έτσι τουλάχιστον δείχνει ότι ήταν. Ήταν! Η ταυτότητα δεν αλλάζει κι όμως όλα επάνω του είναι αλλαγμένα, γερασμένα, βρώμικα. Σέρνεται στο πρώτο αυτοκίνητο και απλώνει δειλά το χέρι. Κάτι ελπίζει. Δεν ακούγεται. Δεν βγαίνει φωνή. Δεν ακούς λέξη.

Το κεφάλι του οδηγού γυρίζει από την άλλη μεριά κι αυτό το κουφάρι σέρνεται στο επόμενο αμάξι. Ένα μηχανάκι του κόβει το δρόμο και τον χάνω πάλι στα σκουπίδια. Κάνω δυο βήματα προς το μέρος του και τον βλέπω να προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του. Το φανάρι ανάβει πράσινο. Τα αυτοκίνητα φεύγουν, ο κόσμος συνεχίζει το τρέξιμο. Περνούν από μπροστά σου και δεν περισσεύει έστω μια ματιά να πέσει κάτω. Δεν τον βλέπουν. Λες και δεν υπάρχει. Δεν είναι μια ζωή, μια ψυχή, ένας άνθρωπος. Τον περνούν σαν μια ακόμα σακούλα του σωρού από τα σκουπίδια. Δεκαοχτώ χρόνια σέρνονται στα πεζοδρόμια κι εμείς, τιτλούχοι κάθε εποχής, που λέει και το τραγούδι, δεν βλέπουμε.

Σηκώνει το κεφάλι και με κοιτά στα μάτια. Ανατριχιάζω. Δεν είναι μάτια αυτά. Δύο λίμνες φουρτουνιασμένες. Το άπειρο, το τίποτα. Δυο θολά μάτια τεράστια. Προσπαθούν να εστιάσουν και να πουν αυτά που δεν μπορούν τα χείλη. Δύο κυρίες καλοντυμένες κοντοστέκονται και κουνούν το κεφάλι με νόημα. Απλώνει το χέρι και αυτές φοβισμένες αποτραβιούνται.

Λες και βλέπουν κάτι το αλλόκοτο. Και είναι γύρω στα 18. Άραγε σ’ αυτά τα μάτια πόσα όνειρα πνίγηκαν. Πόσο πόνο, πόση μοναξιά κρύβουν…

Κι όλα αυτά, εμάς των βολεμένων μέσα στα κουστούμια μας, μας φαίνονται τόσο απόμακρα, τόσο ξένα. Αλήθεια, δεν περνά από το μυαλό μας ότι αυτό που σέρνεται κάτω ίσως είναι το παιδί μας; Θα μου πείτε όχι, δεν γίνονται αυτά. Κι όμως κι αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν από μάνα που τα μεγάλωσε με όνειρα και ελπίδες. Είναι παιδιά σαν όλα τ’ άλλα. Όλα τα παιδιά είναι ίδια. Αυτό που αλλάζει είναι το ενδιαφέρον το δικό μας. Αυτό που αλλάζει είναι οι γονείς. Αυτό που αλλάζει είναι η σημερινή κοινωνική πρόνοια. Αυτό που αλλάζει είναι το πόση σημασία έχει σήμερα πλέον η ανθρώπινη ζωή. Η αξιοπρέπεια στο βωμό του χρήματος, της εκμετάλλευσης. Περνάς δίπλα από αυτά τα παιδιά και μυρίζει θάνατος. Αλήθεια έχουμε γίνει τόσο οικείοι με το θάνατο που τον προσπερνάμε;

Τον πιάνω από το χέρι και προσπαθώ να σηκώσω το μέλλον μου από το πεζοδρόμιο. Το μέλλον μου, το μέλλον μας, που η απουσία μου, η απουσία μας, το έχει αφήσει να ανδρώνεται μόνο του.

Πέρασε η εποχή που η μάνα με τον πατέρα κάθονταν με τις ώρες και συζήταγαν με τα παιδιά. Σημερινή επικοινωνία είναι πλέον για τους εργαζόμενους γονείς τα σημειώματα και τα κινητά τηλέφωνα. Γονείς με τα κεφάλια κάτω στο κυνήγι της δουλειάς. Με παιδιά σε παιδικούς σταθμούς από μωρά μεγαλωμένα με γιαγιάδες, προσπαθούν να ενταχθούν από μόνα τους στον 21ο αιώνα. Κι εμείς, οι γονείς, κουρασμένοι, σηκώνουμε τα κεφάλια κάποια στιγμή και βλέπουμε απέναντι μας πλέον άνδρες και γυναίκες. Τα χρόνια πέρασαν κι εμείς δεν τα παίρνουμε χαμπάρι. Ζούμε σ’ έναν κόσμο που ο θεός είναι το χρήμα.

Κι όμως, περιουσία στα παιδιά είναι αυτό που θα αφήσουμε στις ψυχές τους. Αυτό που θα τα κάνει ανθρώπους. Η κληρονομιά που αφήνουμε είναι παρακαταθήκη για το μέλλον αυτού του κόσμου. Κι αυτό που πρέπει ν’ αφήσουμε είναι αν-θρώπους. Το λέει και η λέξη Άνθρωπος: Άνω-θρώσκω. Που σημαίνει κοιτάζω ψηλά. Σήμερα έχουμε πάψει να είμαστε άνθρωποι και κοιτάζουμε χαμηλά. Και βλέπουμε νιάτα να σέρνονται στα πεζοδρόμια ψάχνοντας το όνειρο στην πρέζα.

Μπόρεσε και στάθηκε στα πόδια του. Άρχισε να κατηφορίζει την Καποδιστρίου προς την πλατεία Βάθη. Μου ρίχνει μια θολή ματιά. Αναρωτιέμαι αν είμαι μακριά απ’ όλα αυτά ή μήπως χτυπήσει και η δικιά μου πόρτα κάποια στιγμή… Τον βλέπω να χάνεται κι αναρωτιέμαι αν ξανασυναντήσω αυτό το βλέμμα. Με έναν κόμπο στο λαιμό μου ανηφορίζω προς το Εθνικό Τυπογραφείο και στο μυαλό μου έρχονται οι γνωστοί στίχοι του ποιητή:

Υπερασπίσου το παιδί

γιατί αν γλιτώσει το παιδί

υπάρχει ελπίδα…

Καλό ταξίδι Θοδωρή

(το μόνο που έμαθα απ’ αυτόν ήταν το όνομά του)

Ο ΣΑΛΟΣ