Ο μύθος του υπερπληθυσμού των δημοσίων υπαλλήλων και τα πραγματικά στοιχεία της απογραφής


Οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουμε δεχθεί τη μεγαλύτερη επίθεση, με τις αποδοχές μας να συρρικνώνονται, τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά μας δικαιώματα να αμφισβητούνται και τις θέσεις εργασίας μας να απειλούνται. Για να μπορέσει όμως να γίνει αυτό αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία και κάποιες φορές και από εμάς τους ίδιους με αρκετές δόσεις ενοχής, επιστρατεύτηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός προπαγάνδας, που επιβεβαιώνει ότι όταν μια ομάδα εργαζομένων μπει στο στόχαστρο του συστήματος τα παπαγαλάκια και τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν με επιτυχία το «βρώμικο» ρόλο.

Ένας βασικός μύθος που σκόπιμα καλλιεργήθηκε ήταν ο μεγάλος αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων. Έχουμε ξανά ασχοληθεί με αυτό το θέμα από τις στήλες του Δελτίου μας, ωστόσο ένα πρόσφατο άρθρο από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία («Ιός», 19-9-2010) σε συνδυασμό με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της απογραφής, μας έδωσαν μια νέα αφορμή.

Οι επίσημοι φορείς σκόπιμα πριν από την εφαρμογή του μνημονίου δήλωναν άγνοια για τον ακριβή αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και τα Μέσα Μαύρης Προπαγάνδας είχαν αφεθεί ανεξέλεγκτα να μιλάνε για 1,1 εκατ. δημοσίους υπαλλήλους. «Μόλις τέσσερις μήνες πριν από την απογραφή, τον Απρίλιο, είχαν κυκλοφορήσει σε πολλές εφημερίδες ταυτόχρονα μία ακόμα φορά εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα για τον αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων. Πιο γλαφυρή η “Ημερησία”: “Έφτασαν το 1,1 εκατ. οι δημόσιοι υπάλληλοι. Γέμισε το Δημόσιο με υπαλλήλους. Το αδιαχώρητο προκλήθηκε σταδιακά όλα τα τελευταία χρόνια και οι δημόσιοι υπάλληλοι έφτασαν σήμερα τους 1.100.000”. Όπως επισήμαινε η εφημερίδα, “τα στοιχεία σοκ για την κατάσταση στον δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται σε Έκθεση του Κέντρου Μελετών και Ερευνών του ΕΒΕΑ”, την οποία έδωσε στη δημοσιότητα ο πρόεδρός του Κ. Μίχαλος.… Παρόμοια ρεπορτάζ, βασισμένα στην έρευνα του ΕΒΕΑ, φιλοξενήθηκαν σε όλο το φάσμα του τύπου. “Στη χώρα μας”, έγραφε το «Έθνος» (24.4.10), “ένας στους δέκα Έλληνες έχει εργασιακή σχέση με το Δημόσιο, είτε ως μόνιμος υπάλληλος είτε ως εποχικός, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το Κέντρο Μελετών και Ερευνών του ΕΒΕΑ”… Πιο προσεκτική η «Καθημερινή» (2-5-10), αποφεύγει να υιοθετήσει τον αριθμό 1.100.000, αλλά δεν παραλείπει την έμμεση αναφορά του: “Στη χώρα μας σχεδόν 1 στους 10 Έλληνες έχει εργασιακή σχέση με το Δημόσιο, είτε ως μόνιμος υπάλληλος, είτε ως συμβασιούχος”. Ο πίνακας, βέβαια, που παραθέτει η εφημερίδα περιλαμβάνει τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας και καταλήγει σε ένα σύνολο 759.084 ατόμων, πολύ κοντά δηλαδή στον αριθμό της απογραφής» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19-9-2010).

Αν αναζητήσει, βέβαια, κάποιος την επίμαχη έρευνα, πάντα σύμφωνα με τον «Ιό» της 19-9-2010, θα βρει «ένα κείμενο μιας σελίδας και 250 περίπου λέξεων που καταλήγει στο μετριοπαθές νούμερο των 370.517 (χωρίς τους στρατιωτικούς που υπολογίζει σε 177.600) και στο τέλος υπάρχει το «ζουμί». Το κείμενο παρατηρεί ότι σ' αυτούς τους αριθμούς “δεν συμπεριλαμβάνονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίες υπερβαίνουν τις 550.000”. Προσθέτοντας αυτό τον αριθμό στον πρώτο, το κείμενο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι “το σύνολο των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα ανέρχεται, κατά προσέγγιση, στο 1.100.000”. Και το ΕΒΕΑ καταλήγει με μια αυτοεπιβεβαίωση: “Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουν ότι οι εκτιμήσεις πως ο συνολικός αριθμός των υπαλλήλων που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα υπερβαίνει το 1.000.000 είναι ακριβείς”». Έτσι κάπως μαγειρεύονται τα νούμερα…!!

Θα περίμενε λοιπόν κανείς όταν βγήκαν τα αποτελέσματα της απογραφής να δοθεί η λύση του μυστηρίου και να γίνει η αποκατάσταση της αλήθειας. «Αντίθετα από όσα τερατώδη νούμερα ακούγονταν μέχρι τότε, τα αποτελέσματα της απογραφής αποδείκνυαν ότι ο λεγόμενος “υπερπληθυσμός” του Δημοσίου δεν στηρίζεται στα πραγματικά δεδομένα. Το σύνολο των υπαλλήλων που καταγράφτηκε έφτασε τους 768.009, περιλαμβάνοντας τους μόνιμους υπάλληλους, τους δικαστικούς και τους δημόσιους λειτουργούς (625.738), τους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (53.833), τους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (44.811), τους συμβασιούχους έργου (14.345), τους αιρετούς (12.609) και άλλες πιο ολιγάριθμες κατηγορίες. Μάλιστα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των απογραφέντων υπαλλήλων ήταν πολύ ικανοποιητικά, με το 39% να έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και το 28% δευτεροβάθμια, ενώ το 9% έχει τεχνολογική εκπαίδευση. Υπάρχει και ένα αξιοπρόσεκτο 10% με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δίπλωμα… Η κυβέρνηση δεν σχολίασε το τελικό νούμερο, το οποίο η ίδια είχε δηλώσει ότι δεν γνώριζε. Οι μόνιμοι επικριτές του δημόσιου τομέα και οι λάτρεις του μνημονίου απέφυγαν κι αυτοί να τοποθετηθούν άμεσα… Όπως, μάλιστα, επισημάνθηκε πρόσφατα (“Το Παρόν”, 6-9-10), ο τελικός αριθμός της απογραφής ταυτίζεται με τον ήδη γνωστό αριθμό των υπαλλήλων που περιλαμβάνεται στον πίνακα του τελευταίου τριμήνου του 2009 του υπουργείου Εσωτερικών», (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19-9-2010). Σημειώνουμε ότι διενεργείται απογραφή σε τρίμηνη και ετήσια βάση από τις διοικητικές υπηρεσίες όλων των δημοσίων φορέων και ενημερώνεται το υπουργείο Εσωτερικών. Επομένως, κανείς δεν μπορεί να δηλώνει άγνοια, εκτός αν σκόπιμα θέλει να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις.

«Όσοι εξακολουθούν να μιλούν για τεράστια νούμερα βασίζονται στο γεγονός ότι δεν περιελήφθησαν στην απογραφή εργαζόμενοι σε ΔΕΚΟ και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Αλλά αυτό που ονομάζεται σήμερα “ευρύτερος δημόσιος τομέας” είναι από καιρό μόνο κατ' όνομα δημόσιος. Χαρακτηριστικό ότι σ' αυτό το ένα εκατομμύριο που υπολογίζεται από μεγάλη μερίδα του τύπου ότι θα φτάσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι αν υπολογιστούν κι αυτές οι κατηγορίες, περιλαμβάνονται “μισθοδοτούμενοι ή μη από τον κρατικό προϋπολογισμό” (“Το Βήμα”, 1-8-10). Αλλά αν δεν μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, με ποια λογική συγκαταλέγονται στους δημόσιους υπαλλήλους; Μήπως είναι λίγοι;» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19-9-2010).

Μάταια λοιπόν η ΑΔΕΔΥ προσπαθεί να διαψεύσει όλη αυτή τη φημολογία. To έδαφος στρώθηκε και η επίθεση ξεκίνησε. Και αναμένεται και το νέο μισθολόγιο. Τώρα ο νέος μύθος θα είναι ότι «πληρωνόμαστε και πολλά» και τα πρόθυμα παπαγαλάκια πάλι θα βρεθούν.

Όλγα Πετρούλια