Νόμος 3230/2004: «Διοίκηση μέσω στόχων» ή προοίμιο σύνδεσης μισθού – παραγωγικότητας;

Λίγο πριν κλείσει η Βουλή εν όψει των εκλογών της 7ης Μαρτίου 2004, η απερχόμενη κυβέρνηση υπερψήφισε τον Ν. 3230/2004 σχετικά με τη μέτρηση της αποδοτικότητας και την καθιέρωση συστήματος «Διοίκηση μέσω στόχων». Ένα πολυδαίδαλο σύστημα, το οποίο θα βασίζεται σε γενικούς και ειδικούς δείκτες ποιότητας και μέτρησης της αποδοτικότητας. Με γενικό και ασαφή τρόπο, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η διαδικασία καθορισμού στόχων, η δημιουργία χρονοδιαγράμματος εφαρμογής, καθώς και η βράβευση των πιο αποδοτικών φορέων.

Το προς εφαρμογή σύστημα μέτρησης αποδοτικότητας, προβλέπεται να λειτουργήσει μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες, που καλούνται να υλοποιήσουν οι ιεραρχικές βαθμίδες του δημοσίου. Κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματικό από άποψη χρόνου; Και κατά πόσο μπορούν να συντομευθούν οι διαδικασίες; Σαφώς και η εποχή μάς αναγκάζει να προσαρμοστούμε στον ηλεκτρονικό τρόπο διακίνησης εγγράφων και πληροφοριών. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι το υποκειμενικό σύστημα των κριτηρίων αποδοτικότητας θα λειτουργήσει οπισθοδρομικά στο σύγχρονο τρόπο διακίνησης της πληροφορίας.

Άραγε ποιες νόρμες μέτρησης θα ακολουθούνται στα, κατά κύριο λόγο, διοικητικά – οικονομικά αντικείμενα, που και σύνθετα είναι και χρονοβόρες διαδικασίες στη διεκπεραίωση στοιχείων ύστερα από συνεννόηση με συναρμόδιες υπηρεσίες και οργανισμούς, απαιτούνται;

Από την άλλη πλευρά, εκτιμούμε ότι ο εν λόγω νόμος αποτελεί το πρώτο βήμα για τη μελλοντική σύνδεση μισθού – παραγωγικότητας που θα οδηγήσει σ’ ένα αέναο ανταγωνισμό και συνεπώς στην εντατικοποίηση της εργασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τον αρνητικό παράγοντα της διαίρεσης των εργαζομένων, με κυρίαρχο τον κίνδυνο της διάσπασης. Αν όλα τούτα συνδυαστούν με την μερική απασχόληση που έχει δρομολογηθεί και τις φρούδες ελπίδες για μονιμότητα κυρίως στους νέους ανέργους που ελπίζουν σε μια θέση στο δημόσιο, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι επιχειρείται να αλλάξει άρδην το εργασιακό τοπίο στο δημόσιο.

Παράλληλα, είναι χαρακτηριστική η θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας κ Π. Παυλόπουλου, ο οποίος σε προεκλογική συγκέντρωση στο Εθνικό Τυπογραφείο στις 19 Φεβρουαρίου 2004, αν και ανέφερε ότι η παράταξή του καταψήφισε τον παραπάνω νόμο και ότι σε περίπτωση νίκης θα τον καταργήσει, εν τούτοις ανέφερε ότι δεν διαφωνεί πως «η διοίκηση πρέπει να διαθέτει στόχους» και προς αυτή την κατεύθυνση (σε περίπτωση νίκης του κόμματός του), θα δρομολογηθεί ενίσχυση και αναδιάρθρωση του ΑΣΕΠ, με μετατροπή του σε τεχνικό σύμβουλο της δημόσιας διοίκησης. Μήπως με αυτόν τον τρόπο, σκοπό έχουν να καθιερώσουν ένα παρόμοιο σύστημα κριτηρίων στα πλαίσια του ΑΣΕΠ;

Από τα παραπάνω διαφαίνεται, κατά τη γνώμη μας, η κοινή στόχευση των δύο μεγάλων κομμάτων: ο «εκσυγχρονισμός» της δημόσιας διοίκησης. Απλά, διαφοροποιούνται οι διαδικασίες.

Και κάτι τελευταίο: στο άρθρο 3, παρ. 2 του νόμου αναφέρεται:

«Οι υπηρεσίες οφείλουν να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες (μετακινήσεις προσωπικού, σύσταση ομάδων διοίκησης έργου κ.λπ.), προκειμένου να υλοποιηθεί η στοχοθεσία». Εδώ εγκυμονεί ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη διάταξη από κάποιους ως πρόσχημα για μετακίνηση υπαλλήλων αλλοιώνοντας ακόμα και τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, κάτι που παρά πολλοί υπάλληλοι, έτσι κι αλλιώς, ήδη έχουμε νοιώσει στο πετσί μας.

Πώς μπορεί να γίνεται λόγος για «εκσυγχρονισμό» και θέσπιση στόχων στη δημόσια διοίκηση όταν, παραμονές εκλογών, η απερχόμενη κυβέρνηση αφήνει πίσω της μια τέτοια υποθήκη;

Παναγιώτης Τζίνος

1/2004